- νυκταλωπιώ
- (Α νυκταλωπιῶ, -άω)νεοελλ.πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρόαρχ.πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας» + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστ-ιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.